- προπόλῳ
- πρόπολοςgoingmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπολώ — έω, Α [πρόπολος] 1. προπολεύω* 2. μέσ. προπολοῡμαι, έομαι μιλώ σαν να είμαι προφήτης, μιλώ προφητικά … Dictionary of Greek
προπόλωι — προπόλῳ , πρόπολος going masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπολέομαι — Α βλ. προπολῶ … Dictionary of Greek